κτηματώνης

κτηματώνης
κτηματώνης, ὁ (Α)
επιγρ. επίτροπος ναού που αγοράζει κτήματα υπέρ τού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ-ώνης, τελ-ώνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτηματωνία — κτηματωνία, ἡ (Α) [κτηματώνης] αγορά κτημάτων από το ταμείο και για λογαριασμό ναού …   Dictionary of Greek

  • κτηματωνώ — κτηματωνῶ, έω (Α) [κτηματώνης] αγοράζω κτήματα ως εντολοδόχος και για λογαριασμό τού ναού και τά εκμισθώνω προς όφελός του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”